- δυσπένθερος
- δυσπένθερος, -ον (Α)αυτός που προέρχεται από κακό πεθερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσπένθερα — δυσπένθερος of an evil father in law neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)